- ἑρμηνευταί
- ἑρμηνευτήςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HIEROGRAMMATEI — Gr. Ι῾ερογραμματεῖς, erant apud Aegyptios olim, de genere Sacerdorum, iidem qui apud Aslyrios ἱερῶν λόγων ἑρμηνευταὶ, ut auctor est Luciari. in Macroblis, Aegyptiorum sacris et doctrinis praefecti, alias ἱεροφόροι et ἱεροςτόλοι. Hi non literatum… … Hofmann J. Lexicon universale
καταλαθιστής — καταλαθιστής, ὁ (Α) [καταλανθάνω] (κατά τον Ησύχ.) «καταλαθισταί ἐξηγηταὶ ἢ ἐνδεικνύοντες τὰ δημόσια, ἀληθεῑς ἑρμηνευταί») … Dictionary of Greek
ταλαίπωρος — η, ο / ταλαίπωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος 2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος αρχ. 1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον α) σκληρότητα β)… … Dictionary of Greek